27.2.09

Γιατί δε μου αρέσουν οι Απόκριες...

Τρελό καρναβάλι ήρθες και πάλι. Λιλιπούτειοι καρναβαλιστές περνάνε στο λιμάνι (να διαβαστεί με την προφορά της Ελίζας Καλίτση - η οποία είναι θεάρα και την εκτιμώ, ειλικρινά)

Δεν ξέρω ποια είναι η άποψή σας για τις Απόκριες. Τα έγραφα και πέρυσι, αλλά αυτή είναι νέα έκδοση, βελτιωμένη, και ούτε φέτος άλλαξα γνώμη. Άρα, τι δείχνει αυτό; Ότι είμαι σταθερός χαρακτήρας, διάολε!
Εμένα, λοιπόν, οι Απόκριες μάλλον με ξενέρωναν απίστευτα, επειδή

- Όταν ήμουν πιτσιρικάς μεταμφιεζόμουν σε Ινδιάνο και έπρεπε να εξηγώ σε όλα τα παιδάκια, ένα-ένα, γιατί δεν ντύθηκα cowboy(ς) ή «καμπόγιας» που έλεγε κι ο Μανωλάκης (που ήταν μεγάλος τρόμπας επειδή είχε μπαμπά-πρόεδρο-κάπου) που ήταν και το τρεντ της εποχής. Όχι ο Μανωλάκης, συγκεντρώσου, ο καουμπόη ήταν το τρεντ. Πού να εξηγείς ότι πάντα ήθελες να είσαι με όλους τους χαμένους του πλανήτη και ότι ξέρναγες με τα Αμερικανά; Οπότε, σε κάθε σχολικό πάρτι, έπρεπε να είμαι – εν γνώσει μου – ο χαμένος, πώς μπορείς να τα βάλεις, έστω και υπό τη μορφή παιχνιδιού, με τόσους γιάνκηδες; Γκόου χομ, ρε λούζερς...
- Οι Απόκριες κρατούσαν ελάχιστα. Μέχρι να τις καταλάβεις έφτανε η Καθαροδευτέρα, που ήξερες ότι το όλο παιχνίδι με το πέταγμα του αητού θα κρατούσε μέχρι το μεσημέρι. Όπως και ο αετός-αητός-αϊτός-αετόστ θα κρατούσε μέχρι τότε, γιατί ως το μεσημέρι είχαμε καταφέρει:
να τον ρίξουμε στα ηλεκτροφόρα της ΔΕΗ
να σπάσει η καλούμπα και να τον πάρει ο διάολος ο γέρος

να σκιστούν οι λαδόκολλες γιατί καλές ήταν για κάνα κοψίδι, αλλά από πτητική ικανότητα - αγγούρια

να μην πετάξουμε καθόλου αετό επειδή

α) ήμασταν άχρηστα
β) δε φυσούσε καθόλου.
Τα τρελά τα νεύρα…

- Μετά τα θαλασσινά και τα ντολμαδάκια γιαλαντζί, άντε επιστροφή και πάλι στο σπίτι γιατί «τα παιδιά πρέπει να διαβάσουν», άντε ο μπαμπάς να βρίζει θεούς και δαίμονες και να υπόσχεται, για τριακοσιοστή έβδομη φορά(!), ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το κουνήσει ρούπι από το σπίτι την επόμενη χρονιά, γιατί τρώγαμε τρελό πήξιμο στην επιστροφή. Αυτή η Λεωφόρος Λαυρίου αποτελούσε τον εφιάλτη του κάθε μπαμπά που είχε την ατυχία να κάνει Κούλουμα στα Μεσόγεια. Άσε που από τα θαλασσινά έκανες στομάχι τουμπελέκι και έβλεπες και εφιάλτες τρία βράδια συνεχόμενα!
- Οι μάσκες οι πλαστικές πάντα κιτς μου φαινόταν και δεν μπορούσα να βρω κανένα φαν με τις σερπαντίνες και το κομφετί, που πολλά παιδάκια τα μάλωνε η δασκάλα γιατί το έγραφαν στις εκθέσεις ως «κονφετί» και τους έλεγε, τραβώντας τους τ' αφτιά, «το κομφετί και το κομβόι θέλουν μ». Μαλακίες, δηλαδή, που αρχίζει κι από «μ». Θα μου πεις, έμαθες να το γράφεις σωστά. Ε, και;
- Όταν μεγάλωσα, βρήκα τις αποκριάτικες στολές εντελώς αντιεργονομικές. Δηλαδή: Άντε και ντύνεσαι αρκούδος. Πού θα βάλεις το κινητό, τα τσιγάρα, το πορτοφόλι σου; Ή θα αρχίσεις να κυκλοφορείς με τσαντάκι-μπανάνα; Τι σόι γαμω-αρκούδος θα είσαι τότε;
Άντε και ντύνεσαι ιππότης. Θα κουβαλάς, μαζί με το δόρυ και το Bluetooth; Ήμαρτον… Τι αναχρονισμοί είναι αυτοί; Ούτε σε ταινία του Χόλιγουντ που εξιστορεί τα κατορθώματα Έλληνα ήρωα δεν παίζουν αυτά!
- Υπάρχει η Πάτρα, το μεγάλο κεφάλαιο «Πάτρα», που θα το εξαντλήσω σε ελάχιστες γραμμές: Πήγα μια χρονιά, με άλλους δύο, από απόγευμα Παρασκευής κι αρχίσαμε να πίνουμε. Ξύπνησα ξημερώματα Τρίτης - μετά την Καθαροδευτέρα! - μέσα σε ένα αυτοκίνητο μιας παρέας, που δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου, η οποία με περιμάζεψε από ένα παγκάκι μέσα στην πόλη, λέει, όπου ήμουν σε αφασία, λέει, και είχα και ένα σουβλάκι... στην κωλότσεπη! Πάλι καλά. Ο ένας από την παρέα μου έκανε ράμματα στο χέρι του, ποιος ξέρει πού σαβουρδιάστηκε, και ο άλλος κόλλησε έρπη των γεννητικών οργάνων. Καλά που δεν πάθαμε τίποτε...
- Κανένα από τα έθιμα της Αποκριάς δε μου άρεσε, δε μου πήγαινε κάτω ούτε με σόδα, τότε δεν υπήρχε το Περιέ. Γιατί να διασκεδάσω με τα αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξείδι, που πλέον γράφεται Γαλαξίδι; Χάλια τα ρούχα, χάλια τα καθίσματα του αυτοκινήτου και, πάνω απ’ όλα, χάλια η διάθεση που ήξερες ότι όλες οι Αποκριές είναι μέχρι και το μεσημέρι της Καθαροδευτέρας, με λιγδωμένα τα χέρια από τη λαγάνα, με ίχνη χαλβά στα χείλη και με τις παλάμες σκισμένες από τον σπάγκο της καλούμπας. (του αετού που δεν πέταξε, τελικά!)
- Την επομένη, η κυρά-δασκάλα, μας έβαζε τη γνωστή έκθεση με θέμα «Πώς πέρασα τις Απόκριες» και έπρεπε να σκαρφιστώ τις απόλυτες προς περιγραφή Απόκριες γιατί αν τολμούσα και έλεγα την αλήθεια, θα είχα πρόβλημα με τα «χρηστά ήθη κι έθιμα της πατρίδος μου», με «τις ρίζες της ενδόξου παραδόσεώς μας» κι άλλα τέτοια χουντικά, κλασικά και εικονογραφημένα. Ποτέ μου δε διατύπωσα, τώρα που το θυμήθηκα, την απορία μου, γιατί μετά την Καθαρή Δευτέρα αρχίζει η Σαρακοστή η οποία, τελικά, κρατάει 50 ημέρες μετρημένες. Ή κάνω λάθος;
- Οι Βραζιλιάνες που έφερναν στην Ελλάδα είχαν κυτταρίτιδα μέχρι και στα μάγουλα, ενώ οι καλές, οι κορμάρες, στο Ρίο, στην Brazil, είχαν Aids που το κολλάς και με το ροχαλητό...

Το θέμα είναι ότι, εσχάτως, συναντώ πολύ κόσμο που δε γουστάρει Απόκριες. Λέτε, τελικά, να τους έχω κάνει όλους σαν τα μούτρα μου; Λέτε να υπάρχουν κι άλλοι που να βροντοφωνάζουν «Γαμιούνται οι Απόκριες»;
Και μην το παίρνετε σα βρισιά, όπως και τις υπόλοιπες που διαβάσατε στο ποστ αυτό. Είναι από τα απαγορευμένα, σκωπτικά τραγούδια της Δόμνας Σαμίου…
Τελικά, το μόνο Carnival που προτιμώ, είναι αυτό των Cardigans, που ακούγεται από τα ηχεία σου. Τελεία.
Απόκριες είναι, θα περάσουν!...

26.2.09

Παγωμένες καρδιές...

Πολύ βαρύ και χαμηλό βαρομετρικό. Από αυτά που καμιά Πετρούλα δεν μπορεί να μετρήσει, να προβλέψει. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όταν διακρίνω μια ελαφριά μελαγχολία στο βλέμμα, ξέρω ότι δεν έχω κάνει λάθος. Έχω απέναντί μου άλλη μια παγωμένη καρδιά...

Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, εσχάτως, κάνει παγωνιά. Και μοναξιά, είναι ολόγυρά μας. Κάνει και χωρισμό. Όπου στο βάθος, μια είναι η βασική αιτία των χωρισμών. Και δεν είναι άλλη από το χρόνο. Και στην «πτώση» σημασία έχει από πόσο ψηλά πέφτεις. Χρειάζεται ανάλυση αυτό που έγραψα;
Μπαίνω στο αυτοκίνητο, ανάβω τσιγάρο, οι Πυξ βαράνε, τραγουδάω κι εγώ δυνατά, ένα ζευγάρι μάτια από το αυτοκίνητο δίπλα γελάει, πάει, σου λέει, ο τύπος είναι τρελαμένος, έχει κόψει καπίστρι. Η ηλιοροφή είναι ανοιχτή, μπαίνει χιονόνερο μέσα, στη στάση μια κοπέλα κλαίει, κανένα χιονόνερο δε σε ενοχλεί όταν η καρδιά σου είναι παγωμένη. Νόμος.
Οδηγώ και φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες, το παρμπρίζ στο αυτοκίνητό μου ξέρει να προβάλλει αυτά που βλέπει το μυαλό μου, δίπλα μου είναι ένα ζευγάρι αμίλητο, ο ένας από τους δύο κάτι θα είπε ή κάτι έχει σκοπό να πει, η καρδιά παγώνει, σφίγγεται.
Όλα είναι live, σαν το τραγούδι που ακούς από τα ηχεία σου. Δυνατά, φωτεινά και εντέχνως σκοτεινά, για να βγαίνει το «γιατί» με περισσότερο παράπονο. Με περισσότερο πόνο. Απόκριες στην Ελλάδα, πώς μπορείς, όμως, να μασκαρέψεις τη θλίψη και τη μοναξιά; Ποια μάσκα βενετσιάνικη είναι τόσο καλή;

Φτάνω, βρίσκω να παρκάρω, φοράω σκούφο, τα μάτια μου τρέχουν απ’ το κρύο, θέλω να μπω στο σπίτι και να με κεράσω ζεστό κονιάκ σα να είμαι σε καντίνα στις ακτές της Oλλανδίας.
Είμαστε λίγο πριν από τις Απόκριες, σε μια ποπ χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, ένα βράδυ αυτού του Φλεβάρη που το κρύο σου πάγωνε την καρδιά...

15.2.09

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι...

«Στον αποκλεισμό της εθνικής οδού προχώρησαν οι αγρότες της Θεσσαλίας, όπως και οι παραγωγοί στο Δομοκό».

Μου θυμίζει 1995ντίλα ή είναι της φαντασίας μου; Τότε, εν μέσω σκανδάλου ροζ βίλας, είχε σκάσει και το θέμα «Αποκλεισμοί δρόμων». Εκείνο τον Μάρτιο, τα αντικειμενικά κριτήρια για τους αγρότες ήταν η αφορμή να βγουν τα τρακτέρ και να κλείσουν τις Eθνικές και να τον πίνεις εσύ που ήθελες όχι μόνο να πας στας εξοχάς, αλλά είχες σοβαρό πρόβλημα και έπρεπε να ταξιδέψεις. Έγιναν και κάτι τσάμπα μαγκιές του στιλ χύμα οι καρδάρες με το γάλα στην άσφαλτο και κάνα κριάρι θυσία στις κάμερες, που απαθανάτιζαν την αγροτική επανάσταση. Θα μου πεις, «αυτοί οι άνθρωποι πώς πρέπει να αντιδράσουν;».

Δηλώνω εξαρχής παντελή άγνοια επί του θέματος, για να μην παρεξηγηθώ. Δεν ξέρω ποιος είχε υποσχεθεί στους αγρότες και τι ακριβώς, πόσο βαμβάκι μπορεί να απορροφήσει η αγορά. Ξέρω μόνο ότι το βαμβάκι είναι απαλό. Όταν όμως το ποτίσεις με οινόπνευμα και το ακουμπήσεις σε μια ανοιχτή πληγή, τσούζει πολύ. Θα μου πεις, «μπορούμε να τους κρίνουμε απ' τον καναπέ μας;».

Είχε τύχει, λοιπόν, να πέσω σε μπλόκα. Είναι πολύ δυσάρεστο συναίσθημα κάποιος να μη σε αφήνει να συνεχίσεις, ακόμη κι αν εσύ το ζητάς ευγενικά, παρακαλώντας. Είναι ακόμη πιο δυσάρεστο να βλέπεις ανθρώπους να νιώθουν θεοί, έχοντας βάλει τρακτέρ στο δρόμο. Να σε ταρακουνάει κάποιος και να φωνάζει στ' αφτί σου «ξέρεις πώς βγαίνει το βαμβάκι, ρε;», με την έντονη μυρωδιά του κρασιού στο πρόσωπό σου. Είναι πολύ εύκολο να σκεφτείς «τα έχει τσούξει» και να μη σκεφτείς ότι ήπιε απλώς για να ζεσταθεί από την παγωνιά. Ότι μπορεί να έχει καταστραφεί η σοδειά του, ότι μπορεί η τράπεζα να του κατασχέσει το τρακτέρ, ότι θα μπορούσε να είναι ο πατέρας σου. Δεν έχει σημασία πάντα πόσα «κιλά» δίκιο έχεις, αλλά πώς τα κοστολογείς. Από τον καναπέ του σπιτιού μας, δεν καταλαβαίνουμε την αγωνία των αγροτών. Oύτε καθηλωμένοι, όμως, σ' ένα μπλόκο επί ώρες θα την καταλάβουμε.
Σας αφήνω τώρα, πρέπει να κλείσω το λαπ τοπ. Προχωράμε, μου φαίνεται. Ένα μέτρο. Σε 1 χλμ., στο βάθος, βλέπω τρακτέρ. Φτάνουμε στο μπλόκο...

Όπως δημοσιεύτηκε στο CAR Φεβρουαρίου. Όταν έγραφα το κείμενο αυτό, δεν είχε αρχίσει το... "πανηγύρι"...