26.6.09

R.I.P., Michael

Η είδηση το έγραφε ξεκάθαρα, οι τίτλοι έπαιζαν με επιτυχία το παιχνίδι των κλισέ:
Πρόωρο τέλος σε ηλικία 51 ετών Πέθανε ο «βασιλιάς της ποπ», Μάικλ Τζάκσον Πρόωρο τέλος, σε μια ταραγμένη ζωή

Για να συνεχίσουν: “Η παγκόσμια μουσική σκηνή θρηνεί για το θάνατο του διάσημου Αμερικανού τραγουδιστή Μάικλ Τζάκσον, ο οποίος απεβίωσε την Πέμπτη σε ηλικία 51 ετών. Ο «βασιλιάς της ποπ» μεταφέρθηκε εσπευσμένα το μεσημέρι της Πέμπτης (τοπική ώρα) από την έπαυλή του στο Μπέβερλι Χιλς σε νοσοκομείο του Λος Αντζελες, έχοντας υποστεί καρδιακό επεισόδιο”.

Θα μπορούσαν να συνεχίσουν λέγοντας ότι «ο κόσμος της μουσικής δε θα είναι πια ο ίδιος», κι άλλα τέτοια κλασικά και εικονογραφημένα. Ίσως να έλεγαν ότι «ο ίδιος δήλωνε Πήτερ Παν, εδώ τα αδέρφια του που τον ζήλευαν», οι κακές γλώσσες ακόμα και τώρα θα μιλούσαν για «το... κόλλημα που είχε με τα παιδιά, με το πόσο καιρό είχε να μας απασχολήσει μουσικά», να, παίζουν τα πλάνα με «το μπαλκόνι και τις ισορροπίες του παιδιού του από τη μασχάλη, 13 φορές κέρδισε Γκράμι, πάντα ήθελε να είναι λευκός, smooth criminal...».
Νέο πλάνο από συναυλία, ο Μάικλ στριφογυρίζει χορεύοντας όπως μόνο εκείνος μπορούσε, εδώ τα λαμέ ρούχα του.

Η αλήθεια είναι ότι μεγαλώσαμε με τον Μάικλ, εκείνος δε μεγάλωσε ποτέ. Εκείνος μας κατάλαβε, ήξερε τι θέλαμε, εμείς δεν τον καταλάβαμε ποτέ. Μόνο θαυμάσαμε το ταλέντο του, σε όλα αυτά που έκανε. Κι αν αξίζει να μας μείνει κάτι, αυτό ήταν: Το ταλέντο του.
Ο δάσκαλός μου, ο Ιωσήφ Αβράμογλου, γι’ αυτό που μόλις έγραψα, για το ταλέντο του, έφτιαξε πολύ γρήγορα ένα group στο Facebook, θα το βρείτε εδώ: http://www.facebook.com/group.php?gid=83640968238

Είμαι τρελά κουρασμένος από τη δουλειά, I’m bad, I’m bad, ανακατεύω με αργές κινήσεις το φρέντο μου, στο σαλόνι μου χορεύει ο Μάικλ με τα ζόμπι του από το «Θρίλερ», beat it, dirty Diana, οι κιθαριές του Σλας από τους Γκανς...
Ανάβω τσιγάρο, ο Μάικλ, ο Jacko, τώρα πια, είναι ένας άλλος...

9.6.09

Αντίο, ρε Αντώνη...

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το αποχαιρετάς φίλους, συνομήλικους. Ειδικά εκείνους που δεν ήσουν ποτέ σου κολλητός τους, αλλά ένιωθες ότι επικοινωνούσες. Ότι μπορούσες να πεις λόγια πολλά, με ένα και μόνο βλέμμα. Εκείνους που ένιωθες και νιώθεις ότι είχες ακόμη πολλά να μοιραστείς. Για όλα εκείνα που δεν πρόλαβες να πεις.
Ο Αντώνης Τριφύλλης, ήταν – και είναι – ένας από εκείνους. Ανήκε στα ωραία τυπάκια που έχουν μπόλικη ζωή μέσα τους, που μπορούσε να πιάσει τη ζωή και να τη στύψει. Πατέρας μεν ενός πιτσιρικά, αλλά πατέρας όχι από εκείνους που ξέρεις, αλλά από εκείνους που χτυπάνε ακόμα τατού, που γελάνε δυνατά, που είναι για πάντα παιδιά. Ερχόταν κάθε τόσο και, σκουντώντας με, μου έλεγε «Σπύρο; Σπύρο; Ακούς; Λέγε, ρε! Παίζει καμιά καλή συναυλία;».
Από σήμερα ο Αντώνης δε θα είναι ανάμεσά μας κι αυτό πονάει πάρα πολύ. Ξέρω ότι δε θα ήθελε να στεναχωριόμαστε που έφυγε, αλλά, ρε Αντώνη, σόρι, τα δάκρυα κυλάνε μόνα τους, δεν το ελέγχω.
Ξέρω, επίσης, ότι αν ήταν εδώ θα κάναμε άλλη μια μεγάλη συζήτηση – όπως εκείνες στα κλεισίματα κάθε τεύχους – και θα λέγαμε γελώντας όλα εκείνα τα σοφά, κυνικά κλισέ, που ισχύουν σε τέτοιες περιπτώσεις:
«Η ζωή είναι μικρή για να είναι μίζερη», «αλίμονο σ’ αυτούς που φεύγουν», «μην ξεχνάς πως είσαι θνητός», «ζήσε την κάθε στιγμή σα να είναι η τελευταία».
Και μετά θα γελούσαμε δυνατά, θα ανάβαμε τσιγάρο, θα κοιτιόμασταν και ταυτόχρονα θα κλαίγαμε από τα γέλια, λέγοντας: «Μια μέρα αυτό θα μας σκοτώσει, όποιος ζήσει να θυμάται ότι το είπαμε!»...

Βάζω να ακούσω Cure – Lullaby, σα νανούρισμα, η πόρτα σε κάποιο από τα γραφεία της Option Press ανοίγει, μπαίνει μέσα ο Αντώνης με το κοντομάνικο πουκάμισό του, τη βερμούδα και τα αθλητικά του, «πού ‘σαι, ρε Αντόνιο, εδώ είσαι;», «όταν θα φύγω θα το καταλάβετε, μάγκες...».
Ακόμα δεν το έχουμε καταλάβει, δεν ξέρω αν αυτό θα γίνει κάποια στιγμή.
Αλλά όσο προλαβαίνω, δώσε, ρε φίλε, χαιρετίσματα στον Τζιμάκο τον Μόρισον. Και να προσέχεις, ρε...