24.5.09

Πότε...

Αυτή η λέξη, αυτές τις μέρες, είναι στα χείλη των περισσοτέρων από εμάς. Πολλά «πότε», συνεχείς ερωτήσεις. Βασικά όλοι ψάχνουμε το χαμένο χρόνο, ανάλογα με τις αντοχές μας. Άλλος μέχρι το Σαββατοκύριακο, άλλος μέχρι τις διακοπές...
Μου αρέσουν πάρα πολύ οι λέξεις που με μια πινελιά, μια έξυπνη ιδέα σαν κεράκι σε τραπέζι βεράντας καλοκαιρινής, μπορούν να αλλάξουν και να γίνουν κάτι άλλο. Να μεταμορφωθούν. Για παράδειγμα, ο αστρονόμος μπορεί να γίνει γαστρονόμος. Τρελαίνομαι (και) για τα ομόηχα. Μανάβης-μ’ ανάβεις. Στείλει-στήλη.
Κάποιες άλλες φορές, ένας παρατονισμός μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Το πότε μπορεί να γίνει ποτέ.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που...
...ήρθε κάτι στη ζωή σου και τα έκανε όλα άνω-κάτω;
...ρώτησες «πότε θα ισιώσει το πράγμα;
...σκέφτηκες ότι πρέπει να σταματήσεις να τρέχεις για να αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου;
...είπες «γεια, εγώ τρίτος άνθρωπος δε γίνομαι», γκρεμίζοντας παρανομία, ασυνέχεια, μυστικά, συνενοχή, απαγορεύσεις;
...παρά την παραπάνω σκέψη, συνέχισες να θέλεις;
...συνειδητοποίησες ότι, συνήθως, η νύχτα ενώνει τις παράλληλες διαδρομές σε αυτή την πόλη; Και πότε κατάλαβες ότι η αληθινή ζωή δε θέλει να πάει για ύπνο;
...έψαχνες και πάλι απαντήσεις για όλα αυτά που μόλις διάβασες;

Στο ραδιόφωνο παίζει Best, το σάουντρακ αυτής της πόλης, η οποία απλώς άλλαξε τα controls των air conditions από heat, σε cool. Εδώ που αν βγεις ξημερώματα στη βεράντα και κλείσεις τα μάτια, μπορεί και να πλημμυρίσουν τα ρουθούνια σου από τις μυρωδιές τις βαριές των τροπικών. Είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα, η οθόνη του κινητού μου ανάβει, όταν αυτό συμβαίνει σημαίνει ότι ζεις. Ανάβω τσιγάρο, δεν ξέρω εάν πρέπει να απαντήσω. Κι αν μου πει «έλα, για μία, τελευταία φορά...»; Απόρριψη; Ναι. Ξερά.

Aνθρώπινες ιστορίες, ζωές βολεμένες, ίσως χαμένες στην πόλη που αρχίζει να βράζει από τα μπετά της, αλήθειες με πρόσωπα που δε θα ξαναδείς, με χαμόγελα που δεν πρέπει να συναντήσεις ξανά, τόσο μεγάλες ιστορίες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Η φλόγα φτάνει στο φίλτρο του τσιγάρου μου, ετοιμάζομαι να το σβήσω, το τασάκι στη βεράντα έχει αδειάσει από τις στάχτες, έτσι πρέπει να βλέπω τους ανθρώπους με τους οποίους χάνομαι; Σα στάχτες στο τασάκι;
Ερωτήσεις, ερωτήσεις. Μια από τις ιστορίες της ζωής μου.

5.5.09

Πότε θα πεθάνεις;

Τις τελευταίες ημέρες, στο Facebook, μου στέλνουν μια πραγματικά ιδιότυπη πρόσκληση: «Θες να μάθεις πότε θα πεθάνεις; Η αριθμολογία είναι και αυτή μία προφητεία. Δίνοντας την ημερομηνία γεννήσεώς σου... αν, φυσικά, δε φοβάσαι, θα μάθεις πότε θα πεθάνεις!».

Από τότε που πέθανε ο παιδικός μου φίλος σε ηλικία 12 ετών (ναι, καλά διαβάσατε, δεν έκανα λάθος) είδα το θέμα εντελώς διαφορετικά. Σε αυτό βοήθησε πάρα πολύ και ο παππούς μου που τον έβλεπα να λιώνει κάθε μέρα από τον καρκίνο. Παπάς ο παππούς, λίγο πριν φύγει μου είπε: «Δεν έχει σημασία το πώς θα πεθάνεις, ούτε το πότε. Σημασία έχει να ζήσεις, να τη ζήσεις τη ζωή σου. Γιατί, αγόρι μου, μια ζήση έχουμε όλοι μας.».
- Μα, παππού, δεν υπάρχει επόμενη ζωή; Έτσι δε λέει η θρησκεία μας;
Άναψε τσιγάρο, με κοίταξε ίσια στα μάτια και μου είπε:
«Κι αν δεν έχει; Ζήσε, λοιπόν, και ποτέ να μη χάσεις την περιέργεια που έχεις για ζωή. Μη λογίζεις το θάνατο. Τη ζωή να σκέφτεσαι και τη δική σου τη ζωή μέσα στη ζωή…».

Φυσικά και έχω πολλά «γιατί», που κάπου ξέμειναν μέσα στο μυαλό μου πίσω απ' τα χείλια τα σφιγμένα, πολλές τελείες που μπαίνουν πάνω από τα κόμματα και γίνονται ερωτηματικά. Φυσικά και κάποιες στιγμές σκέφτομαι το θάνατο. Επίσης, θα έπινα ένα ποτό τώρα κι ας μην πίνω ποτέ σταγόνα. Και συνεχίζω να κάνω ignore τις προσκλήσεις που μου στέλνουν για το πότε θα πεθάνω.
Στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου βαράνε οι ΗΙΜ, Join me in death, ανάβω τσιγάρο, γελάω, δεν ξέρω πότε θα πεθάνω, δε θέλω να ξέρω, δε με νοιάζει, μου αρκεί που τώρα ζω.
Στο κάτω – κάτω, κάθε μέρα βιώνουμε κι έναν... ντεμέκ θάνατο. Για παράδειγμα, τι είναι ένας ξαφνικός έρωτας, δίχως καμία συνέχεια;
Ένας σημαδιακός θάνατος, όπου δεν υπάρχει στο στόμα πια φωνή, το κορμί γίνεται «χώμα». Ένας σημαδιακός, αόρατος, περαστικός θάνατος… Ευτυχώς, περαστικός.

3.5.09

Τι σκέφτεσαι τώρα;

Εμένα αυτή την Κυριακή κάτι μου λείπει και, διαπιστωμένο είναι, δεν ξέρω εάν το έχεις σκεφτεί, συνήθως σου λείπουν πράγματα που δεν μπόρεσες να έχεις. Αυτά που δεν πρόλαβες να κάνεις, να ζήσεις, δηλαδή. Τι τα θες, παλιοζωή!
Εγώ αυτήν την ώρα σκέφτομαι θάλασσα, άμμο κι αλάτι, ακούω τραγούδια Κυριακάτικα, αυτά που έχουν μια μελαγχολία κι ένα ανεκπλήρωτο μέσα τους. Οι σκέψεις μου μπερδεύονται από την ένταση που θα φέρει η νέα εβδομάδα, πρέπει να είμαι έτοιμος για τους μαθητές μου στο ΙΕΚ Δομή, πρέπει να κάνω μια εισήγηση, προσπαθώ να αποσυμπιεστώ και σκέφτομαι.
Σκέφτομαι πάλι καράβια, φρέντο στο κατάστρωμα, μαλλιά να χαϊδεύουν τον λαιμό μου, στο γκαράζ του πλοίου με περιμένει το αυτοκίνητο που πάντα θέλω να πάρω.
Πιθανώς να μην είναι αρμόδιο το ρήμα «σκέφτομαι», αλλά το ρήμα «φαντάζομαι».
Από τα ηχεία, ελπίζω να το ακούς κι εσύ τώρα, βαράει το «αφεντικό», τραγουδάω μαζί του. Oh oh I’m on fire… Όλες οι φωτιές μπορούν να σβήσουν, εκτός από εκείνες που είναι στο μυαλό και στην καρδιά. Εκείνες που ξεκίνησαν από σπινθήρα ματιών.
Με λίγα λόγια, για να μη σας ζαλίζω με τα δικά μου, αρχίζω τα mind games με τον εαυτό μου.
Σπυράκο, αγόρι μου, δε θα είσαι, πια, κυκλοθυμικός. Δε θα καπνίσεις. Θα αρχίσεις, πάλι, να τρέφεσαι σωστά. Θα τρέχεις στο διάδρομο περισσότερο. Δε θα σκέφτεσαι. Ακούς; Δε θα σκέφτεσαι. Δε θα σε τραβάνε καταστάσεις που δε σε πάνε πουθενά. Θα «ξεκολλήσεις».
Αρχίζω, δηλαδή, τα παιχνίδια, που - συνήθως - χάνω. Αλλά δεν πειράζει. Είναι ωραίο να παίζεις κι ας χάνεις. Γιατί κι όταν πονάς, ζεις...
Τι σκέφτεσαι τώρα;

2.5.09

Aπό πού είσαι, ρε φάτσα;

Η περίπου δεκάχρονη, σκούρα, θεοβρόμικη μπέμπα, που έχω συντροφιά στα πρωινά μου ταξίδια, Γαλάτσι – Βαρυμπόμπη, αυτό τον καιρό, τσακώνεται με τους φίλους της για τα χαρτομάντιλα. Σε μια γλώσσα που δεν μπορώ να καταλάβω κι ας έχω πάει σε πολλές χώρες. Aλβανικά ή ρωσικά είναι; Ή, μήπως, Ρομά; Mε βλέπει, χαμογελάει, είμαι μόνιμος θαμώνας, παρατάει τον καβγά κι έρχεται με χαμόγελο. «Μαντίλι ή τζάμι;».
«Aπό πού είσαι, ρε φάτσα;», τη ρωτάω με την άνεση του Δυτικού μαλάκα. Σοβαρεύει.
- Aπό το Zεφύρι.
«Όχι πού μένεις, από πού είσαι σε ρωτάω!».
- Aπό δω, απαντάει ακόμα πιο σοβαρή.
«Kαλά, πώς σε λένε τότε;».
- Bασιλική, μου απαντάει.
«Δεν αφήνουμε τις μαλακίες, ρε Bασιλική, που σε λένε Bασιλική, σιγά μη σε λένε και Θεοδώρα», εκνευρίζομαι και η μικρή μου φίλη ξαφνικά, χωρίς χαμόγελα πια, κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται. H μικρή μου φίλη φοβάται. Πρώτη φορά - τόσο καιρό που συναντιόμαστε, κάθε πρωί, εκεί, στο φανάρι της Πεύκης - φοβάται. Δε θέλει να μιλάει «ξένα», να έχει «ξένο» όνομα, να «έρχεται» από κάπου. Πρέπει να θυμηθώ να της πάρω την Barbie που μου ‘χει ζητήσει...

Ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν πώς να φερθούν σε αυτά τα παιδιά. Για παράδειγμα, το Κέντρο Συμπαράστασης Παιδιών και Οικογένειας (Αρίστωνος 6-8 & Πιερίας 5, Κολωνός-Μεταξουργείο, 10441, Τηλ. 5239402, fax. 5228957, E-Mail: socedact@otenet.gr). Ιδρύθηκε το 1997 από την Κοινωνική και Εκπαιδευτική Δράση (Μη Κυβερνητική Οργάνωση), η οποία αποφάσισε να αφιερώσει τη δράση της στα «κοινωνικά αποκλεισμένα» παιδιά (παιδιά των δρόμων), παιδιά που ανήκουν σε φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές μειονότητες, καθώς και παιδιά που αντιμετωπίζουν ψυχολογικά, οικογενειακά προβλήματα, προβλήματα ρατσισμού και περιθωριοποίησης.
Το Κέντρο παρέχει τις υπηρεσίες του στα παιδιά, στους εφήβους και στους γονείς τους σε ένα ενοικιαζόμενο κτίριο στην περιοχή του Κολωνού, όπου λειτουργεί το Κέντρο Ημέρας για τα παιδιά, το Κέντρο Εφήβων και Νέων καθώς και το Κέντρο Οικογένειας, η Κοινωνική Υπηρεσία, η οποία στηρίζει τις οικογένειες των παιδιών.
Πρωταρχικός σκοπός του Κέντρου είναι τα παιδιά αυτά να ενταχθούν ομαλά και σταδιακά στο κοινωνικό σύνολο και κυρίως να αντιληφθούν ότι υπάρχουν κι άλλες επιλογές στη ζωή τους.

Για τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες της Eλλάδας, για τα εκατοντάδες εκατομμύρια συμπατριωτών τους στις χώρες τους, να ξέρετε ότι - στη συνείδησή τους - η εικόνα του Έλληνα πια, το έχω ξαναγράψει, είναι η φιγούρα του χωρικού που πυροβολεί πεινασμένους αθώους στον δρόμο, η εικόνα της Eλλάδας είναι ένα πεδίο βολής με δολοφόνους, ναρκοπέδια, μαζικές συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, πνιγμούς στο Aιγαίο, μια χώρα που τους ασκεί βία, βία σε όλες τους τις κινήσεις, στην εργασία, στο να βρουν σπίτι, στη βίζα, στο όνομά τους που πρέπει να γίνει χριστιανικό, στη θρησκεία τους που πρέπει να ξεχάσουν, γιατί «εδώ δε γουστάρουμε όσους είναι αλλόθρησκοι». Πόσες φορές έχετε ακούσει αυτή την ατάκα;
H δεκάχρονη Bασιλική «μου», φοβάται. Ήδη διάγουμε τα χρόνια ενός άγριου κοινωνικού πολέμου, που διεξάγεται στα ελληνικά σύνορα και στην Aθήνα. Kάποιοι, όπως ο Aταλί και ο Έκο, λένε ότι πολύ γρήγορα, θα προλάβουμε να το δούμε, ίσως και πριν τα μέσα του επόμενου αιώνα, η Eυρώπη θα είναι έγχρωμη. H Kαλιφόρνια είναι ήδη, όπως έγραφε κάποτε κι ο Γεωργελές στο ΚΛΙΚ, σε ένα εξαιρετικό άρθρο.
Η στάση μας, απέναντι σ’ αυτόν τον άγριο κοινωνικό πόλεμο των μεγαλουπόλεων, στο πώς θα διαχειριστούμε τους ξένους, θα καθορίσει το είδος της ζωής μας τα επόμενα χρόνια. Γιατί αν παίρνω εγώ κούκλα στη Bασιλική, δεν είναι επειδή είμαι πονόψυχος, αλλά γιατί τα προηγούμενα χρόνια καταλάβαμε ότι η ιδέα της δεκαετίας του ‘80 δεν ήταν σωστή, ότι δεν υπάρχει ευτυχία που να βασίζεται στη δυστυχία των άλλων. Tι να την κάνεις την ευημερία αν ζεις σε οχυρωμένα σπίτια-φρούρια των προαστίων, περιτριγυρισμένος από σεκιούριτι, και οι πόλεις σου είναι παραδομένες σε εξαθλιωμένους μετανάστες και ανέργους; Δυστυχώς, η κοινωνία μας φαίνεται να μη στηρίζεται στη συνύπαρξη αλλά στην απόρριψη.

Την Barbie την αγόρασα στη Βασιλική, στην μπέμπα «μου», την έχω δίπλα μου στο κάθισμα της δικιάς μου ακριβής μπέμπας, της BMW μου. Πηγαίνω να της τη δώσω και έχω μάθει να μην κάνω ερωτήσεις που δε με νοιάζει και δε με αφορά η απάντησή τους. Δε με νοιάζει από πού είναι η Βασιλική «μου».
Το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου μου είναι όλο καθαρό, εκτός από ένα μικρό κομμάτι που το άφησε από χτες με σκόνη για να γράψει με τα δαχτυλάκια της: Σ αγπο. Το πιο γλυκό «Σ’ αγαπώ» που μου έχουν πει ποτέ, το πιο ποιητικό. Πλησιάζω στο φανάρι, δεν τη βλέπω πουθενά. Το ραδιόφωνο μεταδίδει ότι «H δεκάχρονη Μαρκίς Μπίλι, πέθανε χτες επιτόπου αφού την πάτησε φορτηγάκι, καθώς πουλούσε χαρτομάντιλα στο φανάρι». Κάνω στην άκρη, ένα άλλο κοριτσάκι με πλησιάζει.
«Kάνω καθαρά τζάμια σου;», ρωτάει.
- Όχι, τα θέλω σκονισμένα για να μου γράφουν ποιηματάκια.
Γελάει ειρωνικά και μου απαντάει.
«Άτσε μας, ρε φίλο, η ζωή ντεν έχει ποίηση. Μόνο φορτηγάκια έχει»...