Αυτή η λέξη, αυτές τις μέρες, είναι στα χείλη των περισσοτέρων από εμάς. Πολλά «πότε», συνεχείς ερωτήσεις. Βασικά όλοι ψάχνουμε το χαμένο χρόνο, ανάλογα με τις αντοχές μας. Άλλος μέχρι το Σαββατοκύριακο, άλλος μέχρι τις διακοπές...
Μου αρέσουν πάρα πολύ οι λέξεις που με μια πινελιά, μια έξυπνη ιδέα σαν κεράκι σε τραπέζι βεράντας καλοκαιρινής, μπορούν να αλλάξουν και να γίνουν κάτι άλλο. Να μεταμορφωθούν. Για παράδειγμα, ο αστρονόμος μπορεί να γίνει γαστρονόμος. Τρελαίνομαι (και) για τα ομόηχα. Μανάβης-μ’ ανάβεις. Στείλει-στήλη.
Κάποιες άλλες φορές, ένας παρατονισμός μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Το πότε μπορεί να γίνει ποτέ.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που...
...ήρθε κάτι στη ζωή σου και τα έκανε όλα άνω-κάτω;
...ρώτησες «πότε θα ισιώσει το πράγμα;
...σκέφτηκες ότι πρέπει να σταματήσεις να τρέχεις για να αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου;
...είπες «γεια, εγώ τρίτος άνθρωπος δε γίνομαι», γκρεμίζοντας παρανομία, ασυνέχεια, μυστικά, συνενοχή, απαγορεύσεις;
...παρά την παραπάνω σκέψη, συνέχισες να θέλεις;
...συνειδητοποίησες ότι, συνήθως, η νύχτα ενώνει τις παράλληλες διαδρομές σε αυτή την πόλη; Και πότε κατάλαβες ότι η αληθινή ζωή δε θέλει να πάει για ύπνο;
...έψαχνες και πάλι απαντήσεις για όλα αυτά που μόλις διάβασες;
Στο ραδιόφωνο παίζει Best, το σάουντρακ αυτής της πόλης, η οποία απλώς άλλαξε τα controls των air conditions από heat, σε cool. Εδώ που αν βγεις ξημερώματα στη βεράντα και κλείσεις τα μάτια, μπορεί και να πλημμυρίσουν τα ρουθούνια σου από τις μυρωδιές τις βαριές των τροπικών. Είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα, η οθόνη του κινητού μου ανάβει, όταν αυτό συμβαίνει σημαίνει ότι ζεις. Ανάβω τσιγάρο, δεν ξέρω εάν πρέπει να απαντήσω. Κι αν μου πει «έλα, για μία, τελευταία φορά...»; Απόρριψη; Ναι. Ξερά.
Aνθρώπινες ιστορίες, ζωές βολεμένες, ίσως χαμένες στην πόλη που αρχίζει να βράζει από τα μπετά της, αλήθειες με πρόσωπα που δε θα ξαναδείς, με χαμόγελα που δεν πρέπει να συναντήσεις ξανά, τόσο μεγάλες ιστορίες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Η φλόγα φτάνει στο φίλτρο του τσιγάρου μου, ετοιμάζομαι να το σβήσω, το τασάκι στη βεράντα έχει αδειάσει από τις στάχτες, έτσι πρέπει να βλέπω τους ανθρώπους με τους οποίους χάνομαι; Σα στάχτες στο τασάκι;
Ερωτήσεις, ερωτήσεις. Μια από τις ιστορίες της ζωής μου.
4 σχόλια:
Διακρίνω μια μελαγχολία, γλυκόπικρη.
Καλύτερα να τους βλέπεις σα τσιγάρα και όχι στάχτες. Θα ξαναβρεθείτε...
Μόλις έμαθα ότι δεν "παρελαβα διορισμόν"... το μον οκαλο της υποθεσης είναι οτι δεν θα φαώ, επι του παροντος τουλαχιστον, το γνωστο αγγούρι παλι.Αλλα οσο σκεφτομαι τα πολλα φραγκα που θα χασω..Ιδωμεν.(Η λογικη του να βλεπεις τους ανθρωπους που αφηνεις πισω σου, σαν σταχτες σε τασακι, είναι νομιζω το ιδιο επικινδυνη με τη λογικη του να βλεπεις το σεξ με τον/ην σύντροφο σου σαν φαγητο στο σπιτι, το οποιο απο ενα σημειο και μετα κατανταει θανατηφορα βαρετο, ωστε να επιθυμεις κι ενα "μεζε" σε εστιατόριο...Απορριψη, ένα μεγαλο κεφαλαιο της δικης μου ζωής,μαζι με τις ερωτήσεις! Μακια Σπυρουλη μου.
Πάντα οι "βολεμένες" καταστάσεις είναι αυτές που μένουν κολλημένες πάνω μας.. οι άλλες, οι "φευγάτες" είναι που κυνηγάμε... Οι στάχτες είναι τ΄απομεινάρια μιας απόλαυσης (τσιγάρο), οι άνθρωποι που έφυγαν όχι!
ποτε δεν θα ξαναπώ ποτε, το ποτε δεν ξέρω.....
οι τόνοι παραλήφθηκαν για "ευνόητους" λόγους.
Δημοσίευση σχολίου