
Χαμογελάω και με κοιτάζω στον καθρέπτη, τα μάτια μου λένε «απάνω τους», ανοίγω την οροφή του αυτοκινήτου, στα χαμένα μονοπάτια το μυαλό μου γυρίζει και ξανά η αναζήτηση μέσα μου αρχίζει…
Το γήπεδο του Χαλανδρίου τέτοια ώρα έχει φώτα αναμμένα, αν και κανείς δεν κάνει μέσα προπόνηση, γελάω μόνος μου, «after γήπεδο για ξενύχτηδες», δεν πειράζει, μωρέ, τι κι αν τα ενεργειακά αποθέματα της ΔΕΗ χτυπήσουν κόκκινο, who gives a fuck, ποιος θα αναζητήσει ευθύνες κι από ποιον…
Στην πλατεία που έχει κατασκευαστεί πάνω από το τούνελ της Αττικής Οδού στα Βριλήσσια δεν έρχεται κανείς, πατάω λίγο γκάζι και η ουρά του αυτοκινήτου χάνεται προς τα δεξιά λες και θέλει να χαιρετήσει τα αστέρια εκεί ψηλά. Περιμένω στο στοπ και, ξαφνικά, δε μου ρίχνει κανείς αγιασμό, ούτε απόφοιτοι παίζουν «μπουγέλο», ούτε με φτύνει κάποιος εντυπωσιασμένος για το παντιλίκι. Κάποιος ανόητος, στην καλύτερη περίπτωση, έβαλε σε λάθος μέρος τα pop-up που ποτίζουν το γκαζόν και αρκετές στάλες μπαίνουν μέσα στο κόκπιτ του αυτοκινήτου, κάνοντάς με μούσκεμα! Ειλικρινά, καθόλου δεν με νοιάζει που έγινα Σπύρος ο πάπιος, αλλά, ρε ηλίθιοι, ποιος σας είπε ότι έχουμε νερό για ξόδεμα;
Τι αναζητάω κι εγώ, βραδιάτικα…
Στην Αττική οδό πηγαίνω με λίγα, με προσπερνάει φορτηγό που μεταφέρει άμμο και κάποιοι κόκκοι μπαίνουν στα μάτια μου, αλλά δε με νοιάζει, τραγουδάω δυνατά, «δουλειά μέσα στη νύχτα, παιχνίδι χαμένο, αλλά όλο ψάχνομαι κι όλο επιμένω – τελευταίο θρανίο και μια ανούσια θητεία» και συνειδητοποιώ ότι δίπλα μου είναι ένα Saab cabriolet, τριαντάρες συν-πλην, γελάνε, τραγουδάνε κι εκείνες μαζί μου με χέρια υψωμένα στον ουρανό, είναι το τέταρτο αυτοκίνητο με singles γυναίκες, χμ, κάτι αναζητούν αυτές βραδιάτικα, συγγνώμη, κορίτσια, αυτή η βόλτα απόψε είναι μόνο για μένα, κατεβάζω μια ταχύτητα και εξαφανίζομαι…
Έξοδος προς Λαμία, έχω πάρει την άνοδο της Εθνικής, μια παρέα πιτσιρικάδων με ένα αυτοκίνητο - που, πλέον, από την πολλή μετατροπή δεν μπορώ να καταλάβω τι μάρκα είναι - έχει φάει σκάλωμα με το αυτοκίνητο που οδηγώ, το δικό τους ούτε να το βλέπω δεν θέλω, πάντα μου φέρνει στιλιστική αναγούλα η λάμπα νέον κάτω από το αυτοκίνητο. (Μεγάλε, σύνελθε, δεν είσαι στο Μπρονξ, ούτε καν αποτυχημένος έμπορος κόκας στα Άνω Λιόσια δεν είσαι.) Τους κοιτάζω με ύφος που δηλώνει ξεκάθαρα ότι θα ήθελα να πάνε στο γέρο διάολο και αυτοί και ο Βας Βας ο Παρασκευάς τους, που ακούγεται σε ακτίνα 18 χλμ. και μου τρυπάει τα τύμπανα, αλλά δεν ασχολούμαι άλλο, δεν μπορώ να αναζητήσω πολιτισμό τέτοια ώρα.
Αυτό που θέλω να αναζητήσω απόψε, είναι μόνο μια απάντηση, που σκέφτομαι από το πρωί, με αφορμή έναν μπογιατζή που έλιωνε ο άνθρωπος μέσα στο λιοπύρι βάφοντας:
Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει ένας άνθρωπος ζωή;
Μέχρι την Κυριακή που θα επιστρέψω στην Αθήνα και θα διαβάσω τις απαντήσεις σας, έχετε καιρό να το σκεφτείτε. Και μακάρι αυτή η αναζήτηση μέσα σας να σας κάνει να αλλάξετε και τη ζωή που κάνετε, αν δεν σας καλύπτει…
Κοιτάζομαι στον καθρέπτη για να βγάλω με κολλύριο την άμμο που έπεσε από το φορτηγό στα μάτια μου, χαμογελώ, όπως άρχισε η βραδιά έτσι θα τελειώσει, με κοίταγμα στον καθρέπτη. Είναι κόκκινα, αλλά ακόμα βλέπω, με βλέπω μέσα στον καθρέπτη, διαβάζω τα μάτια μου. Εκεί μέσα γράφει «επιθυμία για ζωή», καμία καλή μάρκα για να τ’ αγοράσεις αυτό δεν υπάρχει.
Ξημερώνει σε λίγο κι η επιστροφή είναι πάντα απότομη, μα το ταξίδι έχει γίνει.
Πολύ χαμηλές πτήσεις με εισιτήριο την επιθυμία για άλλους κόσμους, άλλους χρόνους.
Και, το βασικότερο: επιθυμία για άλλη ζωή...