22.7.08

This is my life story

Αυτές οι μέρες που μετράς ανάποδα σα φαντάρος για τις διακοπές, κυλούν αργά και βασανιστικά. Όχι όπως μια γλώσσα μπορεί να μετράει πόρους σε ένα κορμί που σπαρταράει, όχι όπως τα δάχτυλα που ψάχνουν να βρουν εκατοστό σώματος που δεν έχουν ακουμπήσει άλλα δάχτυλα.
Περνούν βασανιστικά με την έννοια που όλοι βιώνουμε στο κορμί μας, αυτές τις μέρες. Τις τελευταίες στην Αθήνα, λίγο πριν μαζέψουμε μια βαλίτσα και την απατήσουμε για λίγο. Ταυτόχρονα, όπως όλα τα βασανιστήρια, επειδή ο άνθρωπος έχει κι έναν μαζοχισμό μέσα του, κάπου μου αρέσει! Ή, αν το ρήμα αυτό δεν είναι το κατάλληλο, έχω βρει, τέλος πάντων, κάποια πράγματα στην Αθήνα - που ο τελευταίος δεν έχει κλείσει ακόμη την πόρτα - να μου αρέσουν.
This
is my life story.
Είναι από τις συνήθειες που αγαπώ να κάνω κάθε καλοκαίρι.
Κυκλοφορώ στην Αθήνα με ανοιχτό το αυτοκίνητο, τα αστέρια στην πόλη το καλοκαίρι έχω την εντύπωση ότι είναι πιο φιλικά, όλα μου φαίνονται πιο οικεία, ίσως φταίει και η ζέστη που αναδύει το μπετόν που μου κάνει λίγο ηφαίστειο, με πάει αλλού. Περνάω μέσα από δρόμους σε γειτονιές και ακούω τηλεοράσεις από τα παράθυρα των σπιτιών που ζεσταίνονται. Zεσταίνομαι, στο μισοσκόταδο κοιτάζω την καύτρα του τσιγάρου μου, κοιτάζω τα μπαλκόνια που έχουν λουλούδια που ζεσταίνονται κι αυτά, άλλο ένα καλοκαίρι εδώ είναι western.
Που έχει καλούς, κακούς, άσχημους, μονομαχίες, έχει πιστολιές από παλιά κλιματιστικά που κάνουν θόρυβο.

Στις αθηναϊκές νύχτες, αργά στα διαμερίσματα του κέντρου, κάποιες φορές, όταν δεν είναι από το δικό σου διαμέρισμα, ακούγονται στάλες ηδονής να ξαπλώνουν σε γυμνά σώματα, πάνω σε δροσερά σεντόνια, εκεί που είναι το καλύτερο καταφύγιο για νυχτερινά ταξίδια. Κοίτα να δεις, λέω και γελάω μόνος μου: Έχει ηδονή στην πόλη, ποιος ισχυρίζεται το αντίθετο;

Σε λίγο ξημερώνει, η επιστροφή κάτω από το σπίτι μου, φέρνει ησυχία στο μυαλό μου, ας σταματήσω να σκέφτομαι για απόψε σκέφτομαι, άλλωστε και απόψε το ταξίδι έχει γίνει, με εισιτήριο την επιθυμία για άλλους κόσμους, άλλους χρόνους, άλλη ζωή. Ίσως κι άλλες συνήθειες, όχι αυτές του καλοκαιριού, αλλά της άλλης και λεγόμενης «κανονικής ζωής»...

Έχεις καλοκαιρινές συνήθειες;

3.7.08

Born to run…

Σ’ αυτή την κωλοδουλειά που λέγεται «δημοσιογραφία», ο τελευταίος μήνας πριν από τις διακοπές, πριν από τον Αύγουστο δηλαδή, είναι κουραστικός, στην καλύτερη. Έχεις να κλείσεις την ύλη για περιοδικά, εφημερίδες, ένθετα, συνεντεύξεις, να ετοιμάσεις ατάκες για ραδιοφωνικούς σταθμούς, να επιμεληθείς τα κείμενα άλλων. Σ’ αυτό τον "μαγικό κόσμο" δεν υπάρχουν μαύρες τρύπες, νεκρά διαστήματα, η μη παραγωγή στα ΜΜΕ είναι έγκλημα με 21 μαχαιριές...
Κι αν δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Aύγουστο κατά τον Έκο, υπάρχουν δελτία ειδήσεων. Eφημερίδες, περιοδικά βγαίνουν πάντα. Σε όλα αυτά – όσοι δεν κάνετε αυτή τη δουλειά και πολύ καλά κάνετε! – προσθέστε μια γερή εσάνς από ένταση που φέρνει η πίεση, η αναμονή για τις διακοπές, και σιγοψήστε μαζί με κούραση αθροισμένη απ’ όλη τη χρονιά που τελειώνει. Οι φίλοι μου στα lifestyle περιοδικά δεν σταματάνε να δουλεύουν και εκείνοι, δεν σταματάνε να γράφουν άρθρα για τον χρόνο που δεν σταματάει ποτέ να κυλάει. Κι ας μην έχουν οι ίδιοι καθόλου χρόνο.
Για γαρνίρισμα προσθέστε το κερασάκι που λέγεται «λάθος», που, τελικά, οφείλουμε να το κάνουμε όλοι!
Το λάθος μας είναι ότι θεωρούμε πως αν βάλουμε τον χρόνο στο γρήγορο, αν όλα τα κάνουμε πιο γρήγορα, θα προλάβουμε. Και κάπως έτσι τα παίρνεις... στη μάπα, με το συμπάθιο κιόλας: Όσο πιο γρήγορα τρέχεις, τόσο πιο λίγος χρόνος σού μένει. Νόμος. Το έλεγε ο Γεωργελές στο Klik, τω καιρώ εκείνω. Κατά ένα παράξενο τρόπο, έλεγε, ο χρόνος είναι διάνυσμα. Δεν πρέπει να βιαστείς να το διανύσεις. Eγώ τρέχω, εσύ τρέχεις. Τρέχουμε και δεν φτάνουμε.

O χρόνος πριν από τις διακοπές σ’ αυτές τις (κωλο)δουλειές, σημαίνει διπλό κόπο, σημαίνει (κωλο)δουλειά για τις μέρες που λείπεις. Κι επειδή είναι (κωλο)δουλειές, ως συντάκτης έχεις να γράψεις τον κώλο σου. Σόρι, κιόλας, για δεύτερη φορά, για την αθυροστομία μου, αλλά κάτι τέτοιες ώρες μου έρχεται να ιδρύσω τω Εν Ελλάδι Fight Club! Για να ξεδίνω και να τα βγάζω όλα από μέσα μου. Να μου φεύγουν τα νεύρα που τα έχω και πολλά.
Ξαφνικά, νιώθω να πνίγομαι. Από όλα. Ανέβω την Εθνική με ανοιχτή την οροφή και πάλι δεν με χωράει ο τόπος. Γελάς; Καλά κάνεις, κάπου χρειάζεται κι αυτό.
Στο δίπλα αυτοκίνητο με «παίζουν» δυο τύπισσες με look «πάω μπουζούκια». Η μία απ’ αυτές, μετά τα χαμόγελα, μου ρίχνει ένα μεγαλοπρεπέστατο «καλλλλλησπέρα», με τα περισσότερα λάμδα που έχεις ακούσει ποτέ στη ζωή σου σε λέξη. Νευρικό γέλιο, γκάζι, φλας, έφυγα, κι άλλο γκάζι, παίζει να είναι ο καλύτερος τρόπος για να βγάλεις από την πρίζα αυτόν τον κόσμο που μας έχει κάνει να τρέχουμε, να τραβήξεις το καλώδιο από τον τεχνητό κόσμο της Αθήνας, που τη νύχτα είναι κούκλα.

Xωρίς να το καταλάβω τρέχω πολύ, ο καπνός δραπετεύει πολύ γρήγορα από την καμπίνα, γελάω ακόμη, «born to run» βαράει ο boss, «θα τα προλάβω όλα» σκέφτομαι, «απλώς έχω γεννηθεί για να τρέχω και πάντα να προλαβαίνω» καταλήγω, δυναμώνω το ραδιόφωνο και η κούραση έχει φύγει. Η Β. Σοφίας, στα ξαφνικά, λάμπει σαν από άλλο πλανήτη, ο κώλος του Miata μου γυρίζει ψέλνοντας zoom-zoom κι εγώ ταξιδεύω γρήγορα.
Για τους πλανήτες της επιθυμίας μου.
Κάπου εκεί θα τα πούμε. Έρχεσαι;