25.10.08

Ποιος πληρώνει τη νύφη Νο2

Όπως κάποιοι θα διαβάσετε στο στάτους μου στο Facebook, το βράδυ του Σαββάτου πήγα σε άλλον έναν γάμο. Την προηγούμενη φορά που είχα πάει σε γάμο, έγραψα ένα ποστ. Τώρα, ήρθε η ώρα για τη συνέχεια, για το μέρος βου...

Απολύτως τίποτε δεν άλλαξε από αυτά που έγραψα τότε. Απλώς, κάντε αλλαγή στο όνομα, τώρα παντρεύτηκε η Ράνια μας, συνάδελφος από τον Πόλις 88.6 που, πλέον, αυτός ο σταθμός δεν υφίσταται. Από αυτόν, όμως, έμειναν άνθρωποι που τους είδα πάλι και χάρηκα πολύ.
Σε όσα θα διαβάσετε στο «Ποιος πληρώνει τη νύφη», αν σκρολάρετε λίγο πιο κάτω, προσθέστε πιτσιρίκια που τρέχουν δεξιά κι αριστερά ουρλιάζοντας, μέχρι να έρθει η ώρα να κοιμηθούν σε κάποια καρέκλα, γκαρσόνια που από την πολλή εξάσκηση-τριβή με το επάγγελμα έχουν καταφέρει να σου πετάνε τη σαλάτα (που δεν θα φας ποτέ) δίπλα από το ποτήρι με το κρασί, χωρίς να ρίξουν τίποτε κάτω ή πάνω σου.
Τέλος, για να το κλείσω το θέμα «γάμος», μπας και ξεκολλήσω και προχωρήσω και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, έχω να παρατηρήσω ότι όλα στους γάμους δουλεύουν όπως θα έπρεπε να λειτουργεί και το ελληνικό κράτος. Δηλαδή, με μια αξιοζήλευτη σειρά, χρόνια τώρα η ίδια: Ώρα τελέσεως του μυστηρίου στις 07.00. Ο γαμπρός είναι ήδη εκεί, στην ώρα του, με το ύφος του «μαλάκα, πάω για κρέμασμα, αντίο ζωή». Εκεί είναι και οι καλεσμένοι που έχουν καταφτάσει και αρχίζουν να σχολιάζουν τα πάντα. Η νύφη φτάνει με την καθυστέρηση ακαδημαϊκού τετάρτου, ενώ ήδη βαριέσαι και σε πιάνει τεταρταίος πυρετός. Ξεκινάει το μυστήριο, ο παπάς είναι κατανυκτικός σε βαθμό συγκίνησης (του καντηλανάφτη), το ζεύγος βγαίνει έξω από την εκκλησία, εκεί πέφτει το ρύζι καθώς η Ιερά FIFA, εεε, σόρι, η Ιερά Εξέταση, εεε, συγγνώμη, η Ιερά Σύνοδος, έχει εκδώσει οδηγία, όπου σύμφωνα με αυτήν, απαγορεύεται η ρίψη αντικειμένων, φωτοβολίδων και φυσικά ρυζιού, εντός του ναού.
Ακολουθεί η χαιρετούρα, να ζήσετε, καλούς απογόνους και στα δικά σας, γεια σας.
Έπειτα, έχεις να βρεις το κέντρο «Αρμενάκι», όπου θα γίνει η δεξίωση. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Το να τρέχεις με χίλια στη Λεωφόρο Μαραθώνος και να πρέπει να δεις το κατάστημα φωτιστικών «Η κωλοφωτιά» για να στρίψεις επιτόπου, δεν είναι και ό,τι καλύτερο ή κάτι εύκολο. Επίσης, γιατί όλα τα πάρκινγκ τέτοιων κέντρων διασκεδάσεως έχουν χώμα; Μα, για να γίνονται τα παπούτσια σου άσπρα. Ο γάμος το θέλει το λευκό της αγνότητος, ίσως γι’ αυτό!
Η αξιοζήλευτη σειρά, είναι ΚΑΙ εκεί, στο κέντρο: κάθεσαι στριμωγμένος και πλάτη με πλάτη με την κυρία Τούλα που και τρώει, αλλά και μιλάει πολύ. Έπειτα από μια ώρα που έχεις φάει μόνο μισό κιλό ψωμί (και το «μόνο» πάει στο ότι δεν σου βγάζουν κάτι άλλο, είναι το γνωστό «ξεροψώμι») έρχονται οι νεόνυμφοι που έχουν βγάλει φωτογραφίες για να θυμούνται όταν θα χωρίσουν (κακία, αλλά παίζει!), κόβουν την τούρτα, αλληλοταΐζονται, ο φελλός της σαμπάνιας βγάζει το μάτι του κυρίου Τάκη «αλλά δεν πειράζει, γούρι-γούρι», πίνουν σαμπάνια, χορεύουν ένα κομμάτι του τύπου The power of love, οι κάγκουρες από κάτω χτυπάνε τα σερβίτσια για να φιληθεί το ζευγάρι. Βγαίνουν τα παγωμένα ορεκτικά, τα μαζεύουν προτού τα φας, έρχεται το κυρίως, που είναι - κυρίως - παγωμένο, βγάζουν την τούρτα κι αρχίζει ο χορός. Πάρε τα κλαρίνα, πάρε τα βιολιά, να κι άλλο ένα να χορέψει ο παππούς, κάποιοι γίνονται ντίρλα, τα πιτσιρίκια κοιμούνται, σήμερα γάμος γίνεται και ώπα της...
Ε, κάπου εκεί φεύγεις, χάρηκα πολύ, είμαι μέσα σε ένα Mini Cooper Works, γελάω, τα 200 άλογά του γεμίζουν λάστιχο την άσφαλτο, τσιγάρο, η μουσική γεμίζει με νότες την καμπίνα, «ο γάμος είναι happy αλλά πάντα έχει και end» σκέφτομαι, κατεβάζω μια τρίτη στο κιβώτιο και χάνομαι στη νύχτα...

5.10.08

Ποιος πληρώνει τη νύφη;

Φυσικά και είναι ρητορικό το ερώτημα! Οι καλεσμένοι, πληρώνουν – πάντα - τη νύφη σ’ ένα γάμο. Και κυριολεκτικά και, πάνω απ’ όλα, μεταφορικά. Και λέω μεταφορικά επειδή – δεν ξέρω για σας – αλλά, σε κάθε γάμο που πηγαίνω και δεν αφορά συναδέλφους, παρά μόνο σόι, μεταφέρομαι!...

Να ξεκαθαρίσουμε, πρώτα απ’ όλα κάτι: Έχουν εξαιρετικά απίστευτη απόσταση οι γάμοι συναδέλφων και φίλων από τους γάμους που παντρεύεται κάποιος συγγενής.
Στους γάμους φίλων και συναδέλφων πας, γλεντάς, περνάς πολύ ωραία. (Παίζει και κάνα φάσωμα «με την Ελενίτσα που μένει μακριά, δεν έχει αυτοκίνητο και ποιος θα τη γυρίσει πίσω;». Εσύ είσαι λίγο Ντίρλοβιτς, ακούς «η Ελενίτσα θέλει να τη γυρίσεις από πίσω», δεν θέλει και πολύ).
Και ερχόμαστε πανηγυρικά στο «σήμερα γάμος - συγγενή - γίνεται σε ωραίο περιβόλι», που προσωπικά γάμο σε περιβόλι, έστω κι άσχημο, δεν έχω δει ποτέ μου. Όπου συγγενής, δηλαδή, κάποιος από την οικογένεια που καταφέρνει να επουλώσει το πλήγμα που δέχεται εσχάτως η αγία ελληνική οικογένεια και να φέρει όλο το σόι, επιτέλους, κοντά. Να ξεθάψει ρίζες και δεσμούς που υπάρχουν, αλλά είναι πολύ καλά θαμμένα. Να θάψει, από την άλλη, το τσεκούρι του πολέμου που παίζει σε κάθε ελληνική οικογένεια και, κυρίως, έχει ως βάση τα κληρονομικά. Γιατί η γενιά των γονέων μας, δεν το είχε καθόλου δύσκολο να κάνει αδερφό να μην ξαναμιλήσει σε αδερφό για ένα κωλοχώραφο με πουρνάρια στα Άνω Σέκλανα.
Οι γάμοι του... σογιού, λοιπόν, είναι από μόνοι τους μια Κίντερ-έκπληξη.
Βλέπεις θείους που έχεις να δεις από τότε που ο Γιαννάκης ήταν στην εθνική μεν, αλλά ως παίκτης και σήκωνε την κούπα μέσα στο Ειρήνης και Φιλίας.
Βλέπεις ξαδέρφια μακρινά που αγνοούσες την ύπαρξή τους, αλλά τώρα, ένεκα του γάμου, τους σφίγγεις το χέρι και χαμογελάς με το ύφος του «κουφέτα και συμπάθεια».
Σε όλα αυτά προσθέστε μια πρέζα από κιτς, κάποιες έχουν μπερδέψει τα μπουζούκια με τις βάτες και το γκλίτερ, ανακατέψτε με κοστούμια αντρικά εμποτισμένα με ναφθαλίνη (καθώς ο θείος, ένεκα του εγκεφαλικού δεν βγαίνει συχνά - έως ποτέ), κόκκινες γραβάτες και σαλάτες απείραχτες στις γαβάθες τους. Τόσο ανέγγιχτες όσο και οι μνήμες που βγαίνουν μέσα από όλο αυτό. Και εδώ κολλάει το «μεταφέρομαι», που έλεγα στο ξεκίνημα του κειμένου. Μέσα από το γλέντι του γάμου έχεις να θυμάσαι, μέσα στα πρόσωπα των συγγενών είναι εκεί όλα σου τα παιδικά χρόνια, όλα σου τα καλοκαίρια, τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής σου, με τον Αλουπογιάννη να σφαδάζει τα «πιο μεγάλα πράγματα τα έζησα μικρός» και να έχει δίκιο. Μέσα από τις ροτόντες με τα αναμμένα, γαμήλια κεριά, θυμάσαι Πρωτοχρονιές, χαρτιά από τους μεγάλους στην τραπεζαρία, εσένα μικρό να παίζεις με τα ξαδέρφια σου, το μυαλό φεύγει και θυμάσαι κι άλλα παιχνίδια με τους ανθρώπους που έχεις μπροστά σου και τους λείπουν μαλλιά, έχουν βάλει κιλά και είναι πια παντρεμένοι.
Για πασπάλισμα στη συνταγή βάλε και μπόλικο κουτσομπολιό, από τις γνωστές καρακαϊδόνες που δεν βλέπουν τα χάλια τους αλλά μπορούν να ασκούν κριτική σε όλους τους άλλους, εκτός από τα μούτρα τους. Να πουν για τον Νικολάκη που είναι λίγο τρελός, για τον Γιαννάκη που δεν έχει στεριώσει σε μια δουλειά, για την Αλεξία που χώρισε και ζει μόνη της σε ένα νησί, για τον Κώστα που είναι λίγο γκέι, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο, μόλις οι προαναφερθέντες είναι μπροστά, έχουν να πουν τα καλύτερα.
Κι εσύ είσαι εκεί, το ζεις όλο αυτό, αρχίζεις και κουράζεσαι να λες πού δουλεύεις, βαριέσαι θανάσιμα να σου λένε ότι σε διαβάζουν στα περιοδικά και στις εφημερίδες και σε ακούν κάθε απόγευμα στον Angel, «θεία, δεν ήξερα ότι σου αρέσει τόσο πολύ η Μαντόνα». Και το μυαλό σου συνεχίζει να χτενίζει το παρελθόν, βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους, σε άλλες συσκευασίες, πολυκαιρισμένες. Είσαι εκεί και ακούς ιστορίες από τα παλιά που έχεις ακούσει πολλάκις, αλλά συνεχίζεις να χαμογελάς στο αστείο τελείωμα της ιστορίας κι ας μην είναι αστείο πια, γουρλώνεις τα μάτια με τάχα μου έκπληξη στην απροσδόκητη τροπή της ιστορίας που είναι πολύ σούπερ περιπέτεια για τη θεία, ασχέτως αν κάτι αντίστοιχο το ζεις σχεδόν σε κάθε έξοδό σου. Μένεις καθισμένος σε μια άβολη καρέκλα και μετράς όχι μόνο τις παρουσίες, αλλά και τις απουσίες. Όλους αυτούς που έγραψαν το δικό τους κομμάτι στην ιστορία της ζωής σου. Ο θείος που σου έμαθε χειρόφρενα κι ανάποδα, ο άλλος που σου έλεγε μυστικά για τις γυναίκες και ο άλλος το πότε να ξέρεις να (ξε)φεύγεις από κάτι.
Και, κάπου εκεί, για να δέσει η γαμήλια τούρτα που οι νεόνυμφοι με χάρη κόβουν και αλληλοταΐζονται, έρχονται και οι ατέρμονες παύλα ανούσιες συζητήσεις για τον γάμο ως ιδέα, ακριβώς δηλαδή, η στιγμή που θέλεις να φύγεις με καπνούς, προτού φέρουν το κυρίως πιάτο (μπριζόλα με ρύζι λαχανικών, στανταράκι) ενώ τα τυροπιτο - σπανακοπιτο - λουκανοπιτάκια παραμείνουν ανέπαφα στο πιάτο σου.
Στα αφτιά μου έχω ακόμη τα περί γάμου ως «η απόδειξη της αρμόζουσας κοινωνικής συμπεριφοράς, ως ένα είδος ηθικού διαβατηρίου, το τεκμήριο της έξωθεν καλής μαρτυρίας ενός υγιούς ατόμου, ίσως ο θεμέλιος λίθος της συνοχής του κοινωνικού ιστού», το στομάχι μου ανακατεύεται, χαιρετάω με συνοπτικές διαδικασίες το σόι, πληρώνω στον παρκαδόρο, μπαίνω στο αυτοκίνητο, ανάβω τσιγάρο, ουφ, ξανά ουφ.

Αρχίζω να κατηφορίζω προς την Αθήνα, και στα δικά σας οι ανύπαντροι (που δεν το εύχομαι!), Αγγελικούλα, αγαπημένη μου ξαδερφούλα, ειλικρινά σου εύχομαι να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή, όποιος έχει κάνει έναν αποτυχημένο γάμο καταλαβαίνει πόσο σημαντική είναι αυτή η ευχή. Ο καπνός στροβιλίζεται στη διθέσια καμπίνα, μου παίρνει τις σκέψεις ο αέρας και τις σηκώνει ψηλά, η Αθήνα είναι όμορφη μπροστά μου, γελάω μόνος μου, τώρα καταλαβαίνω γιατί λένε ότι ο γάμος είναι μυστήριο, δεν το εννοούν από τη θρησκειολογική του πλευρά, μυστήριο είναι.
Σαν το Τρίγωνο των Βερμούδων, ένα πράγμα. Εξαφανίζει ανθρώπους...