
Είναι το τελευταίο βράδυ στην Αθήνα, ανάβω τσιγάρο, αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολες ώρες. Θες πολύ να φύγεις, όμως χρειάζεσαι χρόνο για να το συνηθίσεις, για να εγκαταλείψεις - έστω και για λίγο - studios, περιοδικά, εφημερίδες, συναδέλφους, άρα πρόσωπα, συνήθειες, dead lines, χιλιάδες, εκατομμύρια λέξεις, όσα σκέφτεσαι και κάνεις κάθε μέρα, σα ρομπότ, όλο τον χρόνο.
Είναι μεγάλο πακέτο να προσπαθείς να βγάλεις για 20 ημέρες από την πρίζα τον τεχνητό κόσμο της ζωής σου, να νιώσεις το καλοκαίρι στους πόρους του σώματός σου..
Πρέπει, λοιπόν, να προετοιμαστώ ψυχολογικά και γράφω cd: θα ταξιδέψουν τα ίδια μέσα σε βαλίτσες και μακάρι να ταξιδέψουν και όσους τα ακούσουν. Θα ακούγονται σε πλοία, σε γουόκμαν, σε αφτιά αγουροξυπνημένων που θα ανοίγουν ένα παράθυρο να μπει ήλιος, τα δάχτυλά τους θα πιέζουν το play προτού φτιάξουν εσπρέσο. Θα γελάνε με φίλους τα βράδια σε βεράντες, θα βάζουν τον ήχο σε ζευγάρια μάτια που θα κοιτάνε μακριά τη θάλασσα, θα είναι η συντροφιά σε φωτάκια μακρινά στο πέλαγος. Θα κάνουν το μουσικό χαλί σε ερωτήσεις «πού να πηγαίνει αυτό το καράβι», «μήπως ξέρεις ποιο είναι το αστέρι που φωτίζει τόσο πολύ;», ξέρω από τώρα τις ερωτήσεις, το συναρπαστικό έργο στις διακοπές το φτιάχνουμε μόνοι μας, εμείς είμαστε οι σκηνοθέτες...
Τη μόνη ερώτηση που δεν μπορώ να απαντήσω, είναι «τι είδους μουσική θα έχουν μέσα τους αυτά τα cd». Αδύνατον να απαντήσω με μια λέξη!
Φεύγω και κλείνω μια αόρατη πόρτα πίσω μου, κλείνω την Αθήνα πίσω μου, το ξέρω, θα μου λείψουν όλα και γι’ αυτό θα ξαναγυρίσω εδώ.
«Όταν κάτι δεν σου λείπει δεν ξαναγυρνάς», σκέφτομαι και μου υπόσχομαι να είναι η τελευταία σοβαρή σκέψη για τις επόμενες 20 ημέρες.
Γιατί, καλοκαίρι, μάλλον, όπως το βλέπω εγώ, ανάμεσα στα άλλα, είναι να μη σκέφτεσαι τα πολύ σοβαρά. Έτσι. Σαν διάλειμμα.
Πώς το βλέπεις εσύ;