
Το μεσημέρι της Παρασκευής έφυγα για Γερμανία. «Έφυγα», όμως. Πραγματικά αρκεί ένα ταξίδι, έστω και ολιγοήμερο, για να αλλάξεις παραστάσεις, εικόνες, να γεμίσουν τα μάτια σου με pixels μιας άλλης ζωής. Της πραγματικής ζωής. Αυτή που δε ζεις σε πόλεις, όπως η Αθήνα.
Κάποιοι, βέβαια, λένε ότι η Στουτγάρδη είναι το πιο βαρετό μέρος στον πλανήτη. Εξαρτάται τι θες να δεις, πώς πλασάρεις τη ζωή σου σε ένα διαφορετικό μέρος. Ίσως γι’ αυτό και οι διαφορετικές απόψεις. Εδώ ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που διαφωνούν για το αν πρέπει να γράφεται Στουτγκάρδη (επειδή στα γερμανικά είναι Stuttgart) ή Στουτγάρδη. Στα σίγουρα τώρα, με εντατικά μαθήματα Γεωγραφίας, είναι πόλη της νότιας Γερμανίας, είναι η πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης, η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας.
Φτάνουμε, πάμε κατευθείαν στο νέο μουσείο της Porsche, «μπαμπά θέλω κι εγώ μια Πόρσε, τώρα». Εδώ η Τέχνη συναντά τις μυθικές λαμαρίνες, αλλά ας μην πω περισσότερα και το κάψω, πρέπει να γράψω το θέμα για το CAR. Το απόγευμα και το βράδυ βόλτα. Μυρωδιές, ανάσες, παγωμένες ανάσες, ριπές βόρειου αέρα που φιλτράρεται από τα δάση και τους αμπελώνες, περήφανα χαιρετίσματα από το Μέλανα Δρυμό που είναι κοντά, υπερφυσική δροσιά από το οροπέδιο της Σουαβίας (Schwaben), ήχοι κελαρυστοί από τον ποταμό Νέκαρ.
Περπατάμε στους δρόμους με τον Γιάννη Κ. από την Ιμάκο, κλέβουμε καρέ μιας πραγματικής ζωής, από μια πόλη που έχει φτιαχτεί από ανθρώπους για ανθρώπους. Μιλάμε με ντόπιους, έκπληκτοι διαπιστώνουμε ότι γκρινιάζουν, αυτό στην τοπική διάλεκτο λέγεται «bruddeln». Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν είναι ποτέ τους ικανοποιημένοι, αλλά όλη τους η σκέψη επικεντρώνεται πάντα στο καλύτερο. Είναι, όμως, περήφανοι για την «αγία λαμαρίνα», όπως ονομάζουν το αυτοκίνητο. Σε απλά μαθήματα ιστορίας, εκεί, οι Gottlieb Daimler και Maybach κατασκεύασαν - το 1886 - το πρώτο αυτοκίνητο στον κόσμο. Μπορείς και να σταθείς προσοχή, ακίνητος από το δέος.
Με το Γιάννη, όμως, μόνο ακίνητοι δε μείναμε. Βόλτες κι άλλες βόλτες, πιο γρήγορα, αρχίζει και βρέχει. Κερνάω ποτό. Ποιος είπε ότι η Στουτγάρδη κοιμάται νωρίς; Εντάξει, δεν είναι Βερολίνο, Αμβούργο ή Φρανκφούρτη, αλλά η νεολαία γεμίζει τις ντίσκο, ουρές θαμώνων σχηματίζονται στις εισόδους. «Πρέπει να ζήσετε περισσότερο αυτήν την πόλη», μου λέει ο Γιώργος ο μπάρμαν του ξενοδοχείου, ήρθε εδώ παιδάκι επτά ετών με τους γονείς του, «δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω στην πατρίδα. Καλοκαίρι και πολύ είναι».
Τα πόδια μου θέλουν κι άλλη βόλτα, το ίδιο και τα μάτια μου.
Την πόλη δεν την έχει αγγίξει ο χρόνος. Aπλώς divine. Οι στέγες από μαύρο κεραμίδι, σαν σε ταφικό ποίημα του Kαβάφη, μόνο θλίψη, όμως, δε νιώθεις. Όλα είναι τακτοποιημένα, ο δρόμος δεν έχει ούτε ένα χαρτάκι, τα πεζοδρόμια δεν είναι σπασμένα, δεν είναι σκαμμένα, οι κάδοι των σκουπιδιών είναι άδειοι, γελάμε, τι χάλια έχουν αυτοί εδώ; Bρέχει όπως στα ποιήματα και στο μυαλό μου πέφτουν μηνύματα. Nα μειώσω τις ώρες εργασίας μου. Eπείγον. Nα ζήσω σαν άνθρωπος.
Επιστροφή στην Αθήνα – Ελ. Βενιζέλος, για διπλό εσπρέσο στον Kafene. Είμαι μέρος ενός πολυπολιτισμικού μωσαϊκού που είναι σαν κύμα που ταξιδεύει αδιάκοπα, παρατηρώ πρόσωπα, φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες, έχω έτοιμους τους πρωταγωνιστές. O καφές ας περιμένει. Aχνίζει. Xαμηλά ακούγεται μουσική, η τηλεόραση παίζει MAD tv. Αλλαγή στο κανάλι, ειδήσεις - εικόνες από την Παλαιστίνη. Επιστροφή στο παρόν. Βρέχει και εδώ. Mια θεία βροχή. Ψάχνω για φωτιά, στη βαλίτσα μου έχω το σπιρτόκουτο από το ξενοδοχείο Nestor της Στουτγάρδης. Ή της Στουτγκάρδης; Ανάβω τσιγάρο, χαμογελάω, μόλις γυρίσω σπίτι θα βάλω αυτό το κουτάκι σε ένα κουτί πούρων από ξύλο τριανταφυλλιάς.
Κάποτε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια μπορεί να έχουν περάσει, θα θελήσω να καπνίσω, κάποιος θα μου έχει πάρει κατά λάθος τον αναπτήρα BIC, θ’ ανοίξω την πουροθήκη, θ’ ανάψω με σπίρτο από ξύλο του Μέλανα Δρυμού, και θα μου έρθουν στο μυαλό πάλι όλα, όλα όσα έζησα για τρεις μέρες σε μια χώρα που οι γονείς μου ήταν μετανάστες, ένα Σαββατοκύριακο που άφηνα για πάντα τα 37, ένα βροχερό weekend που είχα γενέθλια.