
Δεν ξέρω ποια είναι η άποψή σας για τις Απόκριες. Τα έγραφα και πέρυσι, αλλά αυτή είναι νέα έκδοση, βελτιωμένη, και ούτε φέτος άλλαξα γνώμη. Άρα, τι δείχνει αυτό; Ότι είμαι σταθερός χαρακτήρας, διάολε!
Εμένα, λοιπόν, οι Απόκριες μάλλον με ξενέρωναν απίστευτα, επειδή
- Όταν ήμουν πιτσιρικάς μεταμφιεζόμουν σε Ινδιάνο και έπρεπε να εξηγώ σε όλα τα παιδάκια, ένα-ένα, γιατί δεν ντύθηκα cowboy(ς) ή «καμπόγιας» που έλεγε κι ο Μανωλάκης (που ήταν μεγάλος τρόμπας επειδή είχε μπαμπά-πρόεδρο-κάπου) που ήταν και το τρεντ της εποχής. Όχι ο Μανωλάκης, συγκεντρώσου, ο καουμπόη ήταν το τρεντ. Πού να εξηγείς ότι πάντα ήθελες να είσαι με όλους τους χαμένους του πλανήτη και ότι ξέρναγες με τα Αμερικανά; Οπότε, σε κάθε σχολικό πάρτι, έπρεπε να είμαι – εν γνώσει μου – ο χαμένος, πώς μπορείς να τα βάλεις, έστω και υπό τη μορφή παιχνιδιού, με τόσους γιάνκηδες; Γκόου χομ, ρε λούζερς...
- Οι Απόκριες κρατούσαν ελάχιστα. Μέχρι να τις καταλάβεις έφτανε η Καθαροδευτέρα, που ήξερες ότι το όλο παιχνίδι με το πέταγμα του αητού θα κρατούσε μέχρι το μεσημέρι. Όπως και ο αετός-αητός-αϊτός-αετόστ θα κρατούσε μέχρι τότε, γιατί ως το μεσημέρι είχαμε καταφέρει:
να τον ρίξουμε στα ηλεκτροφόρα της ΔΕΗ
να σπάσει η καλούμπα και να τον πάρει ο διάολος ο γέρος
να σκιστούν οι λαδόκολλες γιατί καλές ήταν για κάνα κοψίδι, αλλά από πτητική ικανότητα - αγγούρια
να μην πετάξουμε καθόλου αετό επειδή
α) ήμασταν άχρηστα
β) δε φυσούσε καθόλου.
Τα τρελά τα νεύρα…

- Μετά τα θαλασσινά και τα ντολμαδάκια γιαλαντζί, άντε επιστροφή και πάλι στο σπίτι γιατί «τα παιδιά πρέπει να διαβάσουν», άντε ο μπαμπάς να βρίζει θεούς και δαίμονες και να υπόσχεται, για τριακοσιοστή έβδομη φορά(!), ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το κουνήσει ρούπι από το σπίτι την επόμενη χρονιά, γιατί τρώγαμε τρελό πήξιμο στην επιστροφή. Αυτή η Λεωφόρος Λαυρίου αποτελούσε τον εφιάλτη του κάθε μπαμπά που είχε την ατυχία να κάνει Κούλουμα στα Μεσόγεια. Άσε που από τα θαλασσινά έκανες στομάχι τουμπελέκι και έβλεπες και εφιάλτες τρία βράδια συνεχόμενα!
- Οι μάσκες οι πλαστικές πάντα κιτς μου φαινόταν και δεν μπορούσα να βρω κανένα φαν με τις σερπαντίνες και το κομφετί, που πολλά παιδάκια τα μάλωνε η δασκάλα γιατί το έγραφαν στις εκθέσεις ως «κονφετί» και τους έλεγε, τραβώντας τους τ' αφτιά, «το κομφετί και το κομβόι θέλουν μ». Μαλακίες, δηλαδή, που αρχίζει κι από «μ». Θα μου πεις, έμαθες να το γράφεις σωστά. Ε, και;
- Όταν μεγάλωσα, βρήκα τις αποκριάτικες στολές εντελώς αντιεργονομικές. Δηλαδή: Άντε και ντύνεσαι αρκούδος. Πού θα βάλεις το κινητό, τα τσιγάρα, το πορτοφόλι σου; Ή θα αρχίσεις να κυκλοφορείς με τσαντάκι-μπανάνα; Τι σόι γαμω-αρκούδος θα είσαι τότε;
Άντε και ντύνεσαι ιππότης. Θα κουβαλάς, μαζί με το δόρυ και το Bluetooth; Ήμαρτον… Τι αναχρονισμοί είναι αυτοί; Ούτε σε ταινία του Χόλιγουντ που εξιστορεί τα κατορθώματα Έλληνα ήρωα δεν παίζουν αυτά!
- Υπάρχει η Πάτρα, το μεγάλο κεφάλαιο «Πάτρα», που θα το εξαντλήσω σε ελάχιστες γραμμές: Πήγα μια χρονιά, με άλλους δύο, από απόγευμα Παρασκευής κι αρχίσαμε να πίνουμε. Ξύπνησα ξημερώματα Τρίτης - μετά την Καθαροδευτέρα! - μέσα σε ένα αυτοκίνητο μιας παρέας, που δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου, η οποία με περιμάζεψε από ένα παγκάκι μέσα στην πόλη, λέει, όπου ήμουν σε αφασία, λέει, και είχα και ένα σουβλάκι... στην κωλότσεπη! Πάλι καλά. Ο ένας από την παρέα μου έκανε ράμματα στο χέρι του, ποιος ξέρει πού σαβουρδιάστηκε, και ο άλλος κόλλησε έρπη των γεννητικών οργάνων. Καλά που δεν πάθαμε τίποτε...
- Κανένα από τα έθιμα της Αποκριάς δε μου άρεσε, δε μου πήγαινε κάτω ούτε με σόδα, τότε δεν υπήρχε το Περιέ. Γιατί να διασκεδάσω με τα αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξείδι, που πλέον γράφεται Γαλαξίδι; Χάλια τα ρούχα, χάλια τα καθίσματα του αυτοκινήτου και, πάνω απ’ όλα, χάλια η διάθεση που ήξερες ότι όλες οι Αποκριές είναι μέχρι και το μεσημέρι της Καθαροδευτέρας, με λιγδωμένα τα χέρια από τη λαγάνα, με ίχνη χαλβά στα χείλη και με τις παλάμες σκισμένες από τον σπάγκο της καλούμπας. (του αετού που δεν πέταξε, τελικά!)
- Την επομένη, η κυρά-δασκάλα, μας έβαζε τη γνωστή έκθεση με θέμα «Πώς πέρασα τις Απόκριες» και έ

- Οι Βραζιλιάνες που έφερναν στην Ελλάδα είχαν κυτταρίτιδα μέχρι και στα μάγουλα, ενώ οι καλές, οι κορμάρες, στο Ρίο, στην Brazil, είχαν Aids που το κολλάς και με το ροχαλητό...
Το θέμα είναι ότι, εσχάτως, συναντώ πολύ κόσμο που δε γουστάρει Απόκριες. Λέτε, τελικά, να τους έχω κάνει όλους σαν τα μούτρα μου; Λέτε να υπάρχουν κι άλλοι που να βροντοφωνάζουν «Γαμιούνται οι Απόκριες»;
Και μην το παίρνετε σα βρισιά, όπως και τις υπόλοιπες που διαβάσατε στο ποστ αυτό. Είναι από τα απαγορευμένα, σκωπτικά τραγούδια της Δόμνας Σαμίου…
Τελικά, το μόνο Carnival που προτιμώ, είναι αυτό των Cardigans, που ακούγεται από τα ηχεία σου. Τελεία.
Απόκριες είναι, θα περάσουν!...