
Είναι το ρήμα που έχει καταλάβει και το παραμικρό χιλιοστό του μυαλού μου, αυτόν τον καιρό, αυτή τη στιγμή.
Είναι ρήμα - κατά βάση - καλοκαιρινό. Όλοι αυτό έχουν στο μυαλό τους, κάποιοι το κάνουν πράξη, κάποιοι άλλοι σχεδιάζουν να φύγουν ή είναι ήδη «φευγάτοι». Για διακοπές ή από μια ζωή που ζουν, γιατί όχι...
Φεύγω, όπως ξεφεύγω, μεταλλάσσομαι, ανανεώνομαι.
Φεύγω, όπως βαρέθηκα τα μουντά, τα γκρίζα, τα λασπωμένα του παλιοχειμώνα.
Φεύγω, όπως καινούρια χρώματα, ανατολές ή δύση σε κάποια παραλία που την ξέρουν λίγοι, με τον ήλιο να ανέρχεται ως αδιασάλευτος αυτοκράτορας και να δίνει άλλη όψη στα σχήματα, τη θάλασσα να σαλεύει σαν το μεγαλύτερο όγκο από ασήμι που έχεις δει.
Είναι ρήμα - κατά βάση - καλοκαιρινό. Όλοι αυτό έχουν στο μυαλό τους, κάποιοι το κάνουν πράξη, κάποιοι άλλοι σχεδιάζουν να φύγουν ή είναι ήδη «φευγάτοι». Για διακοπές ή από μια ζωή που ζουν, γιατί όχι...
Φεύγω, όπως ξεφεύγω, μεταλλάσσομαι, ανανεώνομαι.
Φεύγω, όπως βαρέθηκα τα μουντά, τα γκρίζα, τα λασπωμένα του παλιοχειμώνα.
Φεύγω, όπως καινούρια χρώματα, ανατολές ή δύση σε κάποια παραλία που την ξέρουν λίγοι, με τον ήλιο να ανέρχεται ως αδιασάλευτος αυτοκράτορας και να δίνει άλλη όψη στα σχήματα, τη θάλασσα να σαλεύει σαν το μεγαλύτερο όγκο από ασήμι που έχεις δει.
Φεύγω, όπως οι ρέμπελοι γλάροι, όπως τα ψαράκια στις Mικρές Kυκλάδες.
Φεύγω, όπως ένα γεράκι στον Όλυμπο, όπως μια σαύρα σ’ έναν παλιό πέτρινο τοίχο.
Φεύγω, όπως θυμάμαι τα χρόνια που έζησα μέχρι τώρα και, πάντα, σε όλα όσα έκανα, είχαν πάντα μέσα τους το ρήμα αυτό. Γιατί πάντα έφευγα. Για μένα πάντα, κάθε εποχή, ήταν μια καλή εποχή για φυγή, στην οποία ελλοχεύει η ανάταση. Έστω και μόνο μέσα στο μυαλό μου.
Φεύγω, όπως ταξίδια. Που μπορεί να είναι σαν όλα τα όνειρά σου που είναι ακουμπισμένα πάνω σε μια κουπαστή πλοίου, φεύγω όπως οι ματιές που γίνονται πιο ήρεμες και έντονες τώρα το καλοκαίρι, φεύγω όπως οι νύχτες που κυλάνε πότε νωχελικά και πότε με ένταση, ενώ το soundtrack μπορεί να είναι μόνο βογκητά που ζωγραφίζουν «σ’ αγαπώ». Ή η μηχανή ενός αυτοκινήτου ή μιας μοτοσυκλέτας που σα φίδι σέρνεται σε δρόμο που τα βράχια δέχονται τον βρυχηθμό του κινητήρα, σαν το πιο θείο άκουσμα που έχουν ποτέ συναντήσει.
Φεύγω και σκέφτομαι άμμο σαν ζάχαρη, αυτό μόνο μπορεί να γλυκάνει την ψυχή μου τώρα, αυτό είναι το μόνο γλυκό που θέλω, φεύγω και ήδη αισθάνομαι το αλάτι στη γλώσσα μου που μόλις μάζεψα από ένα κορμί.
Φεύγω και ήδη δροσίζομαι από νερό που είναι σαν σμαράγδι και πιο πολύτιμο από αυτό, το βασίλειό μου για μια βουτιά, εδώ και τώρα…
Φεύγω και ονειρεύομαι ένα ταξίδι που ξεκινάει σήμερα, τα ξημερώματα αυτού του Σαββάτου από τα τείχη του μπετόν και οδηγεί στα άδυτα της Ελλάδας, εκεί που είσαι σίγουρος ότι μόνο ενέργεια μπορείς να πάρεις και νάτα πάλι ξεπροβάλλουν και σου γεμίζουν τα μάτια από εικόνες αξεπέραστες. Αυτές που θα κουβαλάς μέσα σου ως εφεδρεία ψυχής, όταν όλα θα σε πιέζουν αφόρητα μέσα στο χειμώνα.
Φεύγω και ήδη τα λιμάνια, τα καράβια, τα μικρά χωριά και οι πόλεις, ετοιμάζονται να με υποδεχτούν. Εκεί, εντελώς τυχαία, θα γίνουν συναντήσεις, κάποιες θα είναι προμελετημένες, με φίλους, γνωστούς και άγνωστους. Και το βλέμμα θα ταξιδεύει ακόμα πιο μακριά απ’ το χώρο και το χρόνο, ακόμα πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα, εκεί όπου δεν μπορεί να φτάσει ο ανθρώπινος «πολιτισμός».
Φεύγω. Μακριά από όλα αυτά που με ταλαιπώρησαν όλο το χειμώνα, παρά το γεγονός ότι τα νίκησα.
Φεύγω. Μακριά από το δήθεν, από τη βλακεία που παριστάνει την εξυπνάδα, ψέμα που φορά την προβιά του αυθεντικού.
Φεύγω κι αυτό θα είναι γιορτή από μόνο του. Γιατί έτσι είναι το παιχνίδι του καλοκαιριού. Γιατί σημασία έχει το ψάξιμο. Η τρέλα των κονκισταδόρες. Αυτό που συνέβη στον Κολόμβο - γαμώ την περιέργειά του! – ο οποίος νόμιζε ότι πήγαινε για την Iνδία για να αγοράσει πιο φτηνά μπαχαρικά και του προέκυψε Αμέρικα. Τον ήπιε, σόρι κιόλας για την έκφραση, αλλά ο Χριστοφοράκος το γλέντησε. Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να είναι και τόσο χοντρό το παιχνίδι, για διακοπές μιλάμε. Και η «Aμερική», ιδέα είναι. Όπως και η Iθάκη. Κι όπως έχω γράψει ξανά, το ταξίδι είναι το πάθος, η καύλα και μπροστά σε αυτά τίποτε δεν μετράει. Τίποτε δεν μπορεί σταθεί δίπλα στην περιπέτεια και στη δοκιμασία.
Κι αυτά είμαι έτοιμος να ζήσω.
Γι’ αυτό και φεύγω. Για να ζήσω…
Κάνω μια μεγάλη βουτιά.
Και φεύγω…
Φεύγω, όπως ένα γεράκι στον Όλυμπο, όπως μια σαύρα σ’ έναν παλιό πέτρινο τοίχο.
Φεύγω, όπως θυμάμαι τα χρόνια που έζησα μέχρι τώρα και, πάντα, σε όλα όσα έκανα, είχαν πάντα μέσα τους το ρήμα αυτό. Γιατί πάντα έφευγα. Για μένα πάντα, κάθε εποχή, ήταν μια καλή εποχή για φυγή, στην οποία ελλοχεύει η ανάταση. Έστω και μόνο μέσα στο μυαλό μου.
Φεύγω, όπως ταξίδια. Που μπορεί να είναι σαν όλα τα όνειρά σου που είναι ακουμπισμένα πάνω σε μια κουπαστή πλοίου, φεύγω όπως οι ματιές που γίνονται πιο ήρεμες και έντονες τώρα το καλοκαίρι, φεύγω όπως οι νύχτες που κυλάνε πότε νωχελικά και πότε με ένταση, ενώ το soundtrack μπορεί να είναι μόνο βογκητά που ζωγραφίζουν «σ’ αγαπώ». Ή η μηχανή ενός αυτοκινήτου ή μιας μοτοσυκλέτας που σα φίδι σέρνεται σε δρόμο που τα βράχια δέχονται τον βρυχηθμό του κινητήρα, σαν το πιο θείο άκουσμα που έχουν ποτέ συναντήσει.
Φεύγω και σκέφτομαι άμμο σαν ζάχαρη, αυτό μόνο μπορεί να γλυκάνει την ψυχή μου τώρα, αυτό είναι το μόνο γλυκό που θέλω, φεύγω και ήδη αισθάνομαι το αλάτι στη γλώσσα μου που μόλις μάζεψα από ένα κορμί.
Φεύγω και ήδη δροσίζομαι από νερό που είναι σαν σμαράγδι και πιο πολύτιμο από αυτό, το βασίλειό μου για μια βουτιά, εδώ και τώρα…
Φεύγω και ονειρεύομαι ένα ταξίδι που ξεκινάει σήμερα, τα ξημερώματα αυτού του Σαββάτου από τα τείχη του μπετόν και οδηγεί στα άδυτα της Ελλάδας, εκεί που είσαι σίγουρος ότι μόνο ενέργεια μπορείς να πάρεις και νάτα πάλι ξεπροβάλλουν και σου γεμίζουν τα μάτια από εικόνες αξεπέραστες. Αυτές που θα κουβαλάς μέσα σου ως εφεδρεία ψυχής, όταν όλα θα σε πιέζουν αφόρητα μέσα στο χειμώνα.
Φεύγω και ήδη τα λιμάνια, τα καράβια, τα μικρά χωριά και οι πόλεις, ετοιμάζονται να με υποδεχτούν. Εκεί, εντελώς τυχαία, θα γίνουν συναντήσεις, κάποιες θα είναι προμελετημένες, με φίλους, γνωστούς και άγνωστους. Και το βλέμμα θα ταξιδεύει ακόμα πιο μακριά απ’ το χώρο και το χρόνο, ακόμα πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα, εκεί όπου δεν μπορεί να φτάσει ο ανθρώπινος «πολιτισμός».
Φεύγω. Μακριά από όλα αυτά που με ταλαιπώρησαν όλο το χειμώνα, παρά το γεγονός ότι τα νίκησα.
Φεύγω. Μακριά από το δήθεν, από τη βλακεία που παριστάνει την εξυπνάδα, ψέμα που φορά την προβιά του αυθεντικού.
Φεύγω κι αυτό θα είναι γιορτή από μόνο του. Γιατί έτσι είναι το παιχνίδι του καλοκαιριού. Γιατί σημασία έχει το ψάξιμο. Η τρέλα των κονκισταδόρες. Αυτό που συνέβη στον Κολόμβο - γαμώ την περιέργειά του! – ο οποίος νόμιζε ότι πήγαινε για την Iνδία για να αγοράσει πιο φτηνά μπαχαρικά και του προέκυψε Αμέρικα. Τον ήπιε, σόρι κιόλας για την έκφραση, αλλά ο Χριστοφοράκος το γλέντησε. Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να είναι και τόσο χοντρό το παιχνίδι, για διακοπές μιλάμε. Και η «Aμερική», ιδέα είναι. Όπως και η Iθάκη. Κι όπως έχω γράψει ξανά, το ταξίδι είναι το πάθος, η καύλα και μπροστά σε αυτά τίποτε δεν μετράει. Τίποτε δεν μπορεί σταθεί δίπλα στην περιπέτεια και στη δοκιμασία.
Κι αυτά είμαι έτοιμος να ζήσω.
Γι’ αυτό και φεύγω. Για να ζήσω…
Κάνω μια μεγάλη βουτιά.
Και φεύγω…